„ξελογιάζω“: μεταβατικό ρήμα ξελογιάζω [kseloˈjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemandem den Kopf verdrehen jemanden verführen examples ξελογιάζω κάποιον jemandem den Kopf verdrehen ξελογιάζω κάποιον ξελογιάζω κάποιον jemanden verführen ξελογιάζω κάποιον