νύχι
[ˈniçi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fingernagelαρσενικό | Maskulinum, männlich mνύχι του χεριούνύχι του χεριού
- Zehennagelαρσενικό | Maskulinum, männlich mνύχι του ποδιούνύχι του ποδιού
- Kralleθηλυκό | Femininum, weiblich fνύχι γάταςνύχι γάτας
- Hufουδέτερο | Neutrum, sächlich nνύχι άλογονύχι άλογο
examples
- βαδίζω στα νύχιαauf Zehenspitzen gehen
-
- νύχι αντίχειραDaumennagelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples