„anfauchen“: transitives Verb anfauchentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βγάζω τα νύχια σε βγάζω τα νύχια σε anfauchen anfauchen