„ντοκιμαντέρ“: ουδέτερο ντοκιμαντέρ [dokjimanˈder]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dokumentarfilm Dokumentarfilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντοκιμαντέρ ντοκιμαντέρ