νοσοκομειακός
[nosokomiaˈkos], νοσοκομειακή, νοσοκομειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- νοσοκομειακή γιατρόςθηλυκό | Femininum, weiblich fKrankenhausärztinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νοσοκομειακή λοίμωξηθηλυκό | Femininum, weiblich fKrankenhausinfektionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νοσοκομειακή περίθαλψηθηλυκό | Femininum, weiblich fKrankenhausaufenthaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples