„νικοτίνη“: θηλυκό νικοτίνη [nikoˈtini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nikotin Nikotinουδέτερο | Neutrum, sächlich n νικοτίνη νικοτίνη examples χωρίς νικοτίνη nikotinfrei χωρίς νικοτίνη