„απεξάρτηση“: θηλυκό απεξάρτηση [apeˈksartisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nikotinentzug examples απεξάρτηση από νικοτίνη Nikotinentzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m απεξάρτηση από νικοτίνη