„νηστικός“ νηστικός [nistiˈkos], νηστική/νηστικιά, νηστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nüchtern, hungrig nüchtern νηστικός που δεν έχει φάει νηστικός που δεν έχει φάει hungrig νηστικός πεινασμένος νηστικός πεινασμένος examples είμαι νηστικός ich habe nichts gegessen είμαι νηστικός