νεόχτιστος
[neˈoçtistos], νεόχτιστη, νεόχτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- νεόχτιστη πολυκατοικίαθηλυκό | Femininum, weiblich fneuer Wohnungsblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νεόχτιστο (κτίριο)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nNeubauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νεόχτιστο διαμέρισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nNeubauwohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f