„νεογλωσσικός“ νεογλωσσικός [neoɣlosiˈkos], νεογλωσσική, νεογλωσσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neusprachlich neusprachlich νεογλωσσικός νεογλωσσικός