„neusprachlich“: Adjektiv neusprachlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νεογλωσσικός νεογλωσσικός neusprachlich neusprachlich examples neusprachliches Gymnasium Γυμνάσιο με ειδίκευση στις σύγχρονες γλώσσες neusprachliches Gymnasium