νεαρός
[neaˈros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νεαρή, νεαρόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- jugendlich, jungνεαρόςνεαρός
νεαρός
[neaˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
νεαρός
[neaˈros]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Jugendlicheθηλυκό | Femininum, weiblich fνεαρόςjunges Mädchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nνεαρόςνεαρός
examples
- τα νεαρά παιδιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npldie jungen Leuteπληθυντικός | Plural pl
- νεαρή διανομέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f εφημερίδων κατ’ οίκονZeitungsausträgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νεαρή επιχειρηματίαςθηλυκό | Femininum, weiblich fJungunternehmerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples