„μύηση“: θηλυκό μύηση [ˈmiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einweihung Einweihungθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) μύηση μύηση