„Einweihung“: Femininum, weiblich EinweihungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εγκαινίαση, εγκαίνια, μύηση εγκαινίασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einweihung εγκαίνιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Einweihung Einweihung μύησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einweihung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Einweihung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig