„Literflasche“: Femininum, weiblich LiterflascheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μπουκάλι ενός λίτρου μπουκάλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ενός λίτρου Literflasche Literflasche