„μπαχαρικό“: ουδέτερο μπαχαρικό [baxariˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewürz Gewürzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπαχαρικό μπαχαρικό