„Gewürz“: Neutrum, sächlich GewürzNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μπαχαρικό, μυρωδικό, καρύκευμα μπαχαρικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gewürz μυρωδικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gewürz καρύκευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gewürz Gewürz