„μονολογώ“: αμετάβατο ρήμα μονολογώ [monoloˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ein Selbstgespräch führen ein Selbstgespräch führen μονολογώ μονολογώ