μηχανοδηγός
[mixanoðiˈɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lokomotivführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμηχανοδηγόςμηχανοδηγός
- Lokführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμηχανοδηγός οικείο | umgangssprachlichοικμηχανοδηγός οικείο | umgangssprachlichοικ