Lokführer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m umgangssprachlich | οικείοumg, LokführerinFemininum, weiblich | θηλυκό f umgangssprachlich | οικείοumgOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μηχανοδηγόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fLokführerLokführer