μετακίνηση
[metaˈkjinisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Versetzenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμετακίνηση αντικειμένουUmstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετακίνηση αντικειμένουμετακίνηση αντικειμένου
- Verschiebungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετακίνηση αναβολήμετακίνηση αναβολή
examples
- έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μετακινήσεωςFahrgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μετακίνηση στρατευμάτωνTruppenbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Rechtsruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m