μελαγχολικός
[melaŋxoliˈkos], μελαγχολική, μελαγχολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- melancholisch, schwermütigμελαγχολικόςμελαγχολικός
Thank you for your feedback!