„μακρινός“ μακρινός [makriˈnos], μακρινή, μακρινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fern, entfernt, weit, fern fern μακρινός μακρινός entfernt μακρινός κ. συγγενής μακρινός κ. συγγενής weit, fern μακρινός ταξίδι μακρινός ταξίδι examples μακρινές χώρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Ferneθηλυκό | Femininum, weiblich f μακρινές χώρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μακρινή πτήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Fernflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m μακρινή πτήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μακρινό δοκάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n langer Pfostenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μακρινό δοκάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n μακρινός σεισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Fernbebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μακρινός σεισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples