„Ferne“: Femininum, weiblich FerneFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απόσταση, μακρινές χώρες, μακρινό μέλλον, ξένα απόστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ferne Distanz Ferne Distanz μακρινές χώρεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Ferne Fremde ξέναNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Ferne Fremde Ferne Fremde μακρινό μέλλονNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ferne Zukunft Ferne Zukunft examples aus der Ferne από μακριά aus der Ferne in der/die Ferne μακριά in der/die Ferne