„λόξυγγας“: αρσενικό λόξυγγας [ˈloksiŋgas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schluckauf Schluckaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m λόξυγγας λόξυγγας examples έχω λόξυγγα den Schluckauf haben έχω λόξυγγα