„Abbiegespur“: Femininum, weiblich AbbiegespurFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οδική λωρίδα αλλαγής κατεύθυνσης οδική λωρίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f αλλαγής κατεύθυνσης Abbiegespur Abbiegespur