λυσσάζω
[liˈsazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tollwütig werdenλυσσάζω ιατρική | Medizinιατρλυσσάζω ιατρική | Medizinιατρ
- λυσσάζω αφρίζω από θυμό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ