„λαβύρινθος“: αρσενικό λαβύρινθος [laˈvirinθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Labyrinth Labyrinthουδέτερο | Neutrum, sächlich n λαβύρινθος και | undκ. ανατομία | Anatomieανατ λαβύρινθος και | undκ. ανατομία | Anatomieανατ