Labyrinth
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- λαβύρινθοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mLabyrinth auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANATLabyrinth auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANAT