λίπασμα
[ˈlipazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Düngerαρσενικό | Maskulinum, männlich mλίπασμαλίπασμα
examples
- χημικό λίπασμαKunstdüngerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λίπασμα οργανικής προέλευσηςKomposterdeθηλυκό | Femininum, weiblich f