„Komposterde“: Femininum, weiblich KomposterdeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λίπασμα οργανικής προέλευσης λίπασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n οργανικής προέλευσης Komposterde Komposterde