„λίθινος“ λίθινος [ˈliθinos], λίθινη, λίθινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) steinern steinern λίθινος λίθινος examples λίθινη εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich f Steinzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f λίθινη εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich f