„steinern“: Adjektiv steinernAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λίθινος, πέτρινος λίθινος steinern steinern πέτρινος steinern auch | και, επίσηςa. Herz steinern auch | και, επίσηςa. Herz