λίγος
[ˈliɣos], λίγη, λίγοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wenigλίγοςλίγος
- kurzλίγος χρόνοςλίγος χρόνος
- ein paarλίγος πληθυντικός | Pluralplλίγος πληθυντικός | Pluralpl
examples
-
- λίγα προβλήματαein paar Probleme
- λίγα Ελληνικάein wenig Griechisch, ein paar Brocken Griechisch
hide examplesshow examples