κύμα
[ˈkjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Welleθηλυκό | Femininum, weiblich fκύμακύμα
- Wogeθηλυκό | Femininum, weiblich fκύμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκύμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- μακρά κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplLangwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κύμα απολύσεωνEntlassungswelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κύμα γρίπηςGrippewelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples