„Hitzewelle“: Femininum, weiblich HitzewelleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καύσωνας, κύμα καύσωνα καύσωναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Hitzewelle κύμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n καύσωνα Hitzewelle Hitzewelle