κρέμα
[ˈkrema]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sahneθηλυκό | Femininum, weiblich fκρέμα γάλακτοςRahmαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρέμα γάλακτοςκρέμα γάλακτος
- Cremeθηλυκό | Femininum, weiblich fκρέμα προσώπου, σώματοςκρέμα προσώπου, σώματος
examples
- υδατική κρέμαFeuchtigkeitscremeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- κρέμα βανίλιαςVanillesoßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples