„Schutzhelm“: Maskulinum, männlich SchutzhelmMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικό κράνος προστατευτικό κράνοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schutzhelm Schutzhelm