κούρσα
[ˈkursa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούρσακούρσα
- Rennenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκούρσα αλόγων, αυτοκινήτωνκούρσα αλόγων, αυτοκινήτων
examples
- κούρσα καταδίωξης αθλητισμός | SportαθλVerfolgungsrennenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κούρσα του δολαρίουDollarkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m