„κουφάρι“: ουδέτερο κουφάρι [kuˈfari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gerippe, Gebeine Gerippeουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουφάρι Gebeineπληθυντικός | Plural pl κουφάρι κουφάρι