„Gerippe“: Neutrum, sächlich GerippeNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; ->auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκελετός σκελετόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gerippe Gerippe