κουκούτσι
[kuˈkutsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Obst-)Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουκούτσι ρωδάκινου, δαμάσκηνουSteinαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουκούτσι ρωδάκινου, δαμάσκηνουκουκούτσι ρωδάκινου, δαμάσκηνου
examples
- κουκούτσι δαμάσκηνουPflaumenkernαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κουκούτσι κερασιούKirschkernαρσενικό | Maskulinum, männlich m