„Pflaumenkern“: Maskulinum, männlich PflaumenkernMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουκούτσι δαμάσκηνου κουκούτσιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n δαμάσκηνου Pflaumenkern Pflaumenkern