„κοκκινίζω“: αμετάβατο ρήμα κοκκινίζω [kokjiˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erröten, rot werden erröten, rot werden κοκκινίζω κοκκινίζω examples κάνω κάποιον να κοκκινίσει jemanden zum Erröten bringen κάνω κάποιον να κοκκινίσει „κοκκινίζω“: μεταβατικό ρήμα κοκκινίζω [kokjiˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anbraten anbraten κοκκινίζω κρέας κοκκινίζω κρέας