κοινοτικός
[kjinotiˈkos], κοινοτική, κοινοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kommunal, Kommunal-κοινοτικόςκοινοτικός
- Gemeinde-κοινοτικός σχετικός με την πόληκοινοτικός σχετικός με την πόλη
examples
- κοινοτική διοίκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fGemeindeverwaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοινοτική υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGemeindeamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κοινοτικό πολιτιστικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich nGemeindezentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich n