„κλοπιμαίο“: ουδέτερο κλοπιμαίο [klopiˈmeo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diebesgut Diebesgutουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλοπιμαίο κλοπιμαίο