„κλεισούρα“: θηλυκό κλεισούρα [kliˈsura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) es riecht muffig examples μυρίζει κλεισούρα es riecht muffig μυρίζει κλεισούρα