„muffig“: Adjektiv muffigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μυρίζει κλεισούρα μούχλα examples es riecht muffig μυρίζει κλεισούραoder | ή od μούχλα es riecht muffig