„κινητοποιώ“: μεταβατικό ρήμα κινητοποιώ [kjinitopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in Bewegung setzen, mobilisieren, aufbieten in Bewegung setzen κινητοποιώ κινητοποιώ mobilisieren, aufbieten κινητοποιώ κινητοποιώ