κεραυνοβόλος
[kjeravnoˈvolos], κεραυνοβόλα, κεραυνοβόλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- blitzschnellκεραυνοβόλοςκεραυνοβόλος
examples
- κεραυνοβόλα επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατBlitzangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κεραυνοβόλος έρωταςαρσενικό | Maskulinum, männlich mLiebeθηλυκό | Femininum, weiblich fauf den ersten Blick
- κεραυνοβόλος πόλεμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBlitzkriegαρσενικό | Maskulinum, männlich m